- γλείφομαι
- γλείφομαι, γλείφτηκα βλ. πίν. 14——————Σημειώσεις:γλείφομαι : στην παθητική φωνή, η έννοια διαχωρίζεται σε σχέση με την ενεργητική.Σημαίνει → γλείφω τα χείλη μου και (μεταφορικά) λιμπίζομαι, επιθυμώ να γευτώ κάτι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.