γλείφομαι

γλείφομαι
γλείφομαι, γλείφτηκα βλ. πίν. 14
——————
Σημειώσεις:
γλείφομαι : στην παθητική φωνή, η έννοια διαχωρίζεται σε σχέση με την ενεργητική.
Σημαίνει γλείφω τα χείλη μου και (μεταφορικά) λιμπίζομαι, επιθυμώ να γευτώ κάτι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”